μυοβατραχομαχίᾳ

μυοβατραχομαχίᾳ
μυοβατραχομαχίᾱͅ , μυοβατραχομαχία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυοβατραχομαχία — μυοβατραχομαχίᾱ , μυοβατραχομαχία fem nom/voc/acc dual μυοβατραχομαχίᾱ , μυοβατραχομαχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοβατραχομαχία — μυοβατραχομαχία, ἡ (Α) η βατραχομυομαχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + βάτραχος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. βατραχομυο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • μυοβατραχομαχίαν — μυοβατραχομαχίᾱν , μυοβατραχομαχία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”